-
1 επιληπτικοί
-
2 ἐπιληπτικοί
-
3 σπασμός
σπασ-μός, ὁ,=Aσπάσμα 1.2
, convulsion, spasm, Hdt.4.187, Hp.Aph.2.26, Th.2.49, Sor.1.46, al.;βρυχώμενον σπασμοῖσι S.Tr. 805
; fit of epilepsy, Hp.Coac. 350; ἐπιληπτικοὶ ς. Sor.1.96: metaph., ἔθαλψεν ἄτης ς. S.Tr. 1082.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπασμός
См. также в других словарях:
ἐπιληπτικοί — ἐπιληπτικός subject to epilepsy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια … Dictionary of Greek
κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… … Dictionary of Greek
πτωματίζω — ΜΑ [πτῶμα, ατος] 1. καταβάλλω, ρίχνω κάτω κάποιον 2. πέφτω ή είμαι έτοιμος να πέσω 3. (η μτχ. παθ. ενεστ.) «οἱ πτωματιζόμενοι» οι επιληπτικοί … Dictionary of Greek
ριγόλυτον — τὸ, Α θερμό λουτρό στο οποίο υποβάλλονταν οι επιληπτικοί για την καταστολή τής επιληπτικής κρίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + λυτός (< λύω)] … Dictionary of Greek
τοξοπλάσμωση — Συγγενής ή επίκτητη λοίμωξη που προκαλείται από ένα πρωτόζωο, ενδοκυτταρικό παράσιτο (Toxoplasma Gondii), που προσβάλλει τα σπλάγχνα, τα μάτια και το νευρικό σύστημα. Στην επίκτητη τ., οξείας γενικά διαδρομής, παρατηρούνται διάφορες μορφές:… … Dictionary of Greek